συμμορος

συμμορος
    σύμμορος
    σύμ-μορος
    2
    обложенный данью или налогами, т.е. зависимый, подвластный
    

(Θηβαῖοι καὴ οἱ ξύμμοροι αὐτοῖς Thuc.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "συμμορος" в других словарях:

  • σύμμορος — και αττ. τ. ξύμμορος, ον, Α αυτός που ανήκε στην ίδια φορολογική κατηγορία («Θηβαῑοι καὶ οἱ ξύμμοροι αὐτοῑς», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μορος (< μόρα [Ι] «τάγμα»), πρβλ. ἔμ μορος] …   Dictionary of Greek

  • συμμορία — η, ΝΑ [σύμμορος] (στην αρχ. Αθήνα) καθεμιά από τις ομάδες στις οποίες ήταν χωρισμένοι οι πλούσιοι Αθηναίοι για την ευκολότερη είσπραξη φόρων, την ανάθεση τής εκπλήρωσης ορισμένης ανάγκης αλλά και τής επίτευξης ενός συγκεκριμένου πολεμικού σκοπού… …   Dictionary of Greek

  • ξύμμοροι — σύμμοροι , σύμμορος united in the same masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»